- μονημερίτικος
- -η, -οβλ. μονημεριάτικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονημεριάτικος — και μονημερίτικος, η, ο [μονήμερος] αυτός που γίνεται μέσα σε μία μόνο ημέρα ή αυτός που διαρκεί μία μόνο ημέρα («μονημεριάτικη δουλειά»). επίρρ... μονημεριάτικα και μονημερίτικα κατά τη διάρκεια μιας μόνο ημέρας, σε μία μόνο ημέρα … Dictionary of Greek